πριστηρ

πριστηρ
    πριστήρ
    -ῆρος adj. пилящий, распиливающий
    

πριστῆρες ὀδόντες Anth. — зубы-резцы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πριστηρ" в других словарях:

  • πριστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. πριόνι 2. πριονιστής («πριστῆρες δαιτὸς ὀδόντες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + επίθημα τήρ (πρβλ. κτισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πριστῆρα — πριστήρ saw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστῆρες — πριστήρ saw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευροπριστήρ — ῆρος, ὁ, Α πριόνι για να κόβονται τα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + πριστήρ (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • πριστηροειδής — ές, Α όμοιος με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριστήρ, ῆρος «πριόνι» + ειδής*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»